Θεοφίλου Νάσος

Ο Νάσος Θεοφίλου, γεννήθηκε στη Λέσβο και πέθανε τον Ιούλιο του 2004 σε ηλικία 64 ετών.  Άφησε πίσω του ενδιαφέρον όσο και ιδιόμορφο πεζογραφικό έργο.

Ο Νάσος Θεοφίλου υπήρξε «ποιητής της φωσφορίζουσας παιδικότητας», όπως τον χαρακτήρισε ο Ευγένιος Αρανίτσης, που ξέφυγε από τη συνήθη κατηγοριοποίηση της λογοτεχνικής αρένας γράφοντας διήγημα, μυθιστόρημα και διάφορα ιδιόμορφα λογοτεχνικά είδη. Τα γραπτά του διακρίνονται από το στοιχείο της φαντασμαγορίας, της δημιουργίας ενός ιδιαίτερου μικρόκοσμου με αρκετά παράδοξα, σκιές κι οράματα από το βαθύτερο ανθρώπινο ψυχισμό, απροσδόκητες εξελίξεις.

Ο συγγραφέας άρχισε να διαμορφώνει το δημιουργικό προφίλ του ήδη με τη νουβέλα «Ο Ερημόπολις» (1971). Ακολούθησαν η «Καταδυόμενη Αφροδίτη» (Ερμής 1978), η «Πέμπτη εποχή - Μπουζιάνης» (στη σειρά του «Εξάντα», «Ελληνες ζωγράφοι για παιδιά», 1979), οι «Ιστορίες του Καζαμία» (Υψιλον, 1980), οι νουβέλες «Εθιμοταξικόν» (Εστία, 1990) και «Με ταχύτητα ηλικίας» (Εστία, 1991). Με τη νουβέλα «Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω» (Νεφέλη, 1999) ο Νάσος Θεοφίλου δοκιμάζει την ιδέα των σχολικών εκθέσεων για να επιστρέψει στην παιδική ηλικία. Η περιπέτεια του λόγου του αποδίδει καρπούς πλάθοντας μια τρυφερή εικονοποιία που περιλαμβάνει υποδόριο χιούμορ, ονειρικά στοιχεία, ποιητικούς ρεμβασμούς.

Κατόπιν, του ανατέθηκε η συγγραφή λιμπρέτου για την «Οπερα των σκιών» του συνθέτη Νίκου Μαμαγκάκη. Το έργο παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών τον Απρίλιο του 1997 (κυκλοφόρησε από τη «Νεφέλη», 2000), στο οποίο ο Νάσος Θεοφίλου συνδύασε το μελόδραμα με το θέατρο σκιών, τον μπερντέ πάνω στη σκηνή όπερας, τον Καραγκιόζη με τις άριες. Πριν από έναν χρόνο («Νεφέλη», 2003), κυκλοφόρησε το τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Οι λατρευτοί αποθηκάριοι».

 

Στίχοι: Νάσος Θεοφίλου
Μουσική: Νένα Βενετσάνου
Πρώτη εκτέλεση: Νένα Βενετσάνου

Στους άγιους καφενέδες
μεράκλωσε η ζωή
μας πήρε σαν τραγούδι
του κόσμου η βοή.

Στο Μόλυβο μια μέρα
φρεσκάρισε ο καιρός
θολώσαν τα νεράκια
φουρτούνιασε ο χορός.

Οι μουσικές βροντούσαν
κι αστράφταν οι καρδιές.
Πλημμύρα τα ποτήρια,
μελτέμια οι μυρωδιές.

Ετρίζανε τα στήθια
και πάφλαζε ο ντουνιάς
τα χνώτα κι οι ανάσες,
αγέρι η καταχνιά.

Στους άγιους καφενέδες
μεράκλωσε η ζωή
ο ίδρωτας μας ούζο,
νοτιάς η αναπνοή.

Στο Μόλυβο μια μέρα
φρεσκάρισε ο καιρός
κι ο χρόνος τα ρολόγια
της θάλασσας αφρός.

Διψούσε η ψυχή μας
φουσκώσαν τα πανιά
και τ' άστρα απ' το μεθύσι
λαμπάκια στα σχοινιά.

Ζωγραφιστό σε κάδρο
καράβι αλλοτινό
μας πήρε για ταξίδι
σε κύμα κι ουρανό.